- Τσίκασω
- οι, Νεθνολ. φυλή Ινδιάνων τής Βόρειας Αμερικής, που μιλούσε γλώσσες τής ομάδας γλωσσών Μουσκόγκη και ζούσε κατά το παρελθόν στην περιοχή που σήμερα αποτελεί την πολιτεία τής Αλαμπάμα και το βόρειο τμήμα τής πολιτείας τού Μισισιπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Chickasaw].
Dictionary of Greek. 2013.